-
1 ξίφος
ξίφος, τό (nach E. M. von ξύω, ξέω), Schwert, Degen; bei Hom. an einem Gehenk, τελαμών, über der Schulter getragen; ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον, Il. 2, 45; περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ ϑέτ' ὤμῳ, Od. 2, 3; es hängt an der Seite, ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ, 9, 300, ist mit einer Scheide versehen, ἕλκετο δ' ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφος, Il. 1, 164, ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξύ, Il. 12, 190; vgl. 7, 303; ξίφος κουλεῷ ἐγκατέπηξα, Od. 11, 97; ἄμφηκες, Il. 21, 118 u. öfter; ἀργυρόηλον, χάλκεον, Od. 10, 261; Pind. nennt es λευρόν, N. 7, 27, χαλκότορον, P. 4, 147; ἐν κουλεᾠ κατασχοῖσα ξίφος, N. 10, 6; δίϑηκτον, Aesch. Prom. 865; νεοσπαδὲς ξίφος ἔχων, Eum. 42, öfter; ἀμφίϑηκτον, Soph. Ant. 1298; χεροῖν κολεῶν ἐρυστὰ διεπεραιώϑη ξίφη, Ai. 730, öfter, wie Eur.; in Prosa, Her. 3, 64; Xen. Conv. 2, 11, kleine Dolche, von Taschenspielern und Jägern gebraucht, u. so auch Sp., wie Plut. Caes. 66. – Im engern Sinne der gerade Degen, zum Unterschiede von dem krummen Säbel, μάχαιρα. – Auch der degenförmige Knochen im Rücken des Blackfisches, Arist. part. an. 2, 8 H. A. 4, 1; Ath. VII, 314. – Bei Theophr. eine Pflanze.
-
2 περιτιθημι
1) накладывать кругом(ξυλα Hom.)
2) надевать(κυνέην τινί Her.; χλαμύδα τινί NT.)
; med. надевать на себя(ξίφος ὤμῳ Hom.; στρεπτόν Xen.; στέφανον Eur.)
3) строить кругом(φραγμὸν τῷ ἀμπελῶνι NT.)
4) прибавлять, приставлятьτοῖς ἄλλοις φωνήεσι ἄλλα γράμματα π. Plat. — добавлять к другим гласным ( за исключением ε, υ, ο, ω) другие буквы ( для образования их алфавитных наименований)
5) придавать, сообщать(μέγεθος καὴ κάλλος π. τινί Arst.)
6) налагать, навязывать7) давать, передавать(βασιληΐην τινί Her.; τὸν κάλλιστον ὄνομα τῇ πόλει Thuc.)
π. ἀτιμίαν τινί Thuc. — наносить кому-л. оскорбление;τέν ἐλευθερίην π. τινί Her. — даровать кому-л. свободу;π. στρατηγίαν τινί Polyb. — возложить на кого-л. командование8) приписывать(ἐπιστήμην τινι Polyb.)
9) перен. облекатьπ. πίστιν τινί Aeschin. — облечь кого-л. (своим) доверием;
π. τινὰ ὕβρει Diog.L. — преисполнить кого-л. гордостью -
3 περι-τίθημι
περι-τίθημι (s. τίϑημι), herumsetzen, -stellen, -legen, anziehen, beilegen, verleihen, τινί τι; Hom. nur in tmesi, wie man z. B. Od. 2, 3 περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ ϑέτ' ὤμῳ erklärt; med. sich aufsetzen, στέφανον περιϑέσϑαι, Eur. Med. 984; – περιϑεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληΐην, Her. 1, 129. 3, 81; auch τὴν ἐλευϑερίην ὑμῖν περιτίϑημι, 3, 142; vgl. ἐμοὶ δὲ ἀτιμίαν περιέϑετε, Thuc. 6, 89; ἀντ' ἐλευϑερίας Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι περιϑεῖναι, auflegen, 8, 43; und eigentlich κυνέην τινί, Her. 2, 162; πιλίδια περὶ τὴν κεφαλην περιτιϑείς, Plat. Rep. III, 406 d; στέφανον σοὶ περιϑήσω, Alc. II, 151 a; med., σκευήν τινα περιϑέμενος, Crit. 53 d; – μέγεϑος τοῖς μικροῖς περιϑεῖναι, Isocr. 4, 9; τινὶ στρατηγίαν, Pol. 2, 36, 3; βασιλείαν, 4, 81, 4; τοῠτο περιτιϑέασιν οἱ συγγραφεῖς Ἀννίβᾳ, 3, 48, 4, sie schreiben es ihm zu; Luc. vrbdt τοιαῦτά σοι περιϑήσω τὰ γνωρίσματα, Somn. 11.
-
4 περιτίθημι
A place or put round, put on,περὶ δὲ ξύλα θῆκαν Od. 18.308
; δέραισι περθέτω ([dialect] Aeol.)..ὐποθύμιδας Alc.36
;π. κυνέην τινί Hdt.2.162
;στεφάνους τινί Id.6.69
;πιλίδια περὶ τὴν κεφαλήν Pl.R. 406d
; χρυσόν ib. 420e ; φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις π. γράμματα attach letters to.., Id.Cra. 393e, cf. 414c ;π. σφαῖραν Arist.Cael. 285b3
; ;δέρματα ἐπὶ τοὺς βραχίονας LXX Ge.27.16
;περίβολον τῷ τεμένει IG12(9).906.7
(Chalcis, iii A. D.):—[voice] Med., put round oneself, put on,περὶ δὲ τρυφάλειαν.. κρατὶ θέτο Il.19.381
;περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμῳ Od.2.3
,4.308; περθέμενον χλάμυν ([dialect] Aeol. for περι-) prob. in Sapph.64 ;π. στέφανον E.Med. 984
(lyr.), cf. Ar.Th. 380, al.;στρεπτόν X.Cyr.2.4.6
; ; ; (Rosetta, ii B.C.);διάδημα αὐτὸς περιεθήκατο App.Mith.67
.II metaph., bestow, confer upon, π. τινὶ βασιληΐην, κράτος, ἐλευθερίην, Hdt.1.129, 3.81, 142, Simon.100; πόλει τὸ κάλλιστον ὄνομα, τινὶ δόξαν, Th.4.87, Isoc.5.149, etc.; π. τινὶ ὄνειδος, ἀτιμίαν, put reproach, dishonour upon him, Antipho 5.18, Th.6.89 ;πίστιν τισί Aeschin.2.103
; ; Μηδικὴν ἀχὴν τοῖς Ἕλλησι put the Median yoke round their necks, Th.8.43 ; ὁ πυκτικὸς.. οὐ πᾶσι τὴν αὐτὴν μάχην π. does not prescribe.., Arist.EN 1180b11 ; τῇ Ἀθηνᾷ τὴν τέχνην ascribe, Id.Pol. 1341b8 ; [ταῖς πράξεσι] μέγεθος π. καὶ κάλλος Id.Rh. 1368a29
:— [voice] Med., assume,ἰσχὺν ἑαυτῷ Democr.252
;σχῆμα ἀλλότριον Arr.Epict. 2.19.28
.2 reversely, π. τινὰ ὕβρει envelop him with.., D.L.6.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτίθημι
См. также в других словарях:
περιτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. θέτω προς εξέταση, μελέτη αρχ. 1. τοποθετώ ολόγυρα, βάζω γύρω γύρω 2. περιβάλλω 3. επιθέτω, προσθέτω 4. ενώνω, συνάπτω 5. επισυνάπτω σε διάφορα σημεία ενός όλου 6. προσδένω 7. επιφέρω 8. παρέχω 9. επιθέτω, επιβάλλω 10. χρεώνω… … Dictionary of Greek